- πεισματικός
- -ή, -ό / πεισματικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [πείσμα, -ατος (Ι)]αυτός που επιμένει σταθερά και επίμονα σε κάτι, πεισματάρικος, επίμονοςνεοελλ.1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πεισματικάλόγοι ή πράξεις πεισματικές, πείσματα2. (το ουδ. πληθ. στην αιτ. ως επίρρ.) πεισματικάμε πείσμα, με επιμονή, με ισχυρογνωμοσύνημσν.1. όμοιος με χοντρό σχοινί, με καραβόσκοινο2. μτφ. ο πεισματάρης, ο επίμονος.επίρρ...πεισματικώς / πεισματικῶς ΝΜΑ, πεισματικά Νμε πείσμα, με ισχυρογνωμοσύνη, πολύ επίμονα.
Dictionary of Greek. 2013.